Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΞΑΝΘΗ 1920-1930

Μουσουλμανικός πληθυσμός

Στην περιοχή της Ξάνθης διέμενε και μουσουλμανικός πληθυσμός, ο οποίος εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 [1]:

Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν, α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κων/πόλεως, β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Θέλουσι θεωρηθή ως Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δ. Θράκης πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανα­τολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913, δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.

Όσον αφορά στον αριθμό των μουσουλμάνων δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η πρώτη επίσημη καταγραφή των μουσουλμάνων της Επαρχίας Ξάνθης έγινε το 1923 από τη Γενική Διοίκηση Ξάνθης, σύμφωνα με την οποία ο μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν περίπου 20.000 άτομα. Συνολικά δε για τη Θράκη υπολόγιζε ότι ο αριθμός τους έφτανε τους 70.000 και πιο συγκεκριμένα στο νομό Έβρου διέμεναν περίπου 17.500 και επομένως οι υπόλοιποι 35.000 περίπου χιλιάδες στην επαρχία Κομοτηνής[2].
Σύμφωνα όμως με τον Αλέξανδρο Πάλλη το 1925 ο μουσουλμανικός πληθυσμός ολόκληρης της Θράκης ανερχόταν στις 108.000 άτομα, με τον οποίο συμφωνούν και τα νούμερα της απογραφής του 1928. Το 1928, λοιπόν, ο συνολικός πληθυσμός των μουσουλμάνων ήταν 106.000 και πιο συγκεκριμένα οι 86.506 ήταν Τουρκόφωνοι και οι υπόλοιποι ήταν Πομάκοι, που ο αριθμός τους έφτανε τους 16.755 [3]:

Πίνακας 5 Πληθυσμός Ελλήνων και αλλογενών στη Θράκη (1915 και 1925)

1915
%
1925
%
Έλληνες
17.000
12
173.000
61
Αλλογενείς
123.000
88
108.000
39
ΣΥΝΟΛΟ
140.000
100
281.000
100

Τέλος, σύμφωνα και με τα στοιχεία που δίνει και ο Φώτης Αλτσιτζόγλου ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην Επαρχία της Ξάνθης ήταν το 33.3% επί του συνολικού πληθυσμού. Δηλαδή αν ο πληθυσμός ήταν περίπου 90.000, οι μουσουλμάνοι ήταν περίπου 30.000 άτομα. Η διαφορά των αριθμών των αρχείων του 1923 της Γενικής Διοίκησης Θράκης και της Γενικής Απογραφής του 1928 οφείλεται πιθανόν στην επιστροφή χιλιάδων μουσουλμάνων από την Τουρκία μετά την απόφαση της εξαίρεσής τους από την ανταλλαγή[4]:

Ο εντόπιος οθωμανικός πληθυσμός, όστις αποτελεί τα 33.3% του όλου πληθυσμού αποτελείται από τουρκοφώνους μόνον. Είναι καθαρός τουρκικός πληθυσμός εγκατασταθείς εις την περιφέρειαν κατά τους μετά την τουρκικήν κατάληψιν της Θράκης χρόνους. Κατά τας πληροφορίας του επιθεωρητού εκπαιδεύσεως Θράκης κ. Κοτρώνη, οι Τούρκοι της Ξάνθης και μάλιστα οι εξαίρετοι καπνοπαραγωγοί του Γιακά διακρίνονται μεταξύ του Τουρκικού στοιχείου της Δυτικής Θράκης ως έχοντες βιωτικόν και μορφωτικόν επίπεδον ανώτερον όλων.
Οι νέγκροι (μουσουλμάνοι), οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 0,5% επί του ολικού πληθυσμού, είναι απόγονοι παλαιών δούλων, κατά πάσαν πιθανότητα, τους οποίους οι Τούρκοι τσιφλικούχοι μπέηδες έφεραν εις τα κτήματά των.
Τέλος οι Αθίγγανοι αντιπροσωπεύοντες τα 0.7% περίπου του πληθυσμού διακρίνονται εις Ρωμηοαθιγγάνους και Τουρκοαθιγγάνους και αποζούν εργαζόμενοι είτε ως αρτεργάται είτε ως εργάται εν τη χωρική επεξεργασία των καπνών.

Σύμφωνα με τους πίνακες που έχει δημοσιεύσει ο Πέτρος Γεωργαντζής ο αριθμός των μουσουλμάνων το 1923 στην επαρχία της Ξάνθης, χωρίς να προσμετράται ο αριθμός των μουσουλμάνων που διέμεναν στην πόλη της Ξάνθης, ήταν 18.378. Αν προστεθεί και ο κατά προσέγγιση αριθμός των 5.000 έως 8.000 μουσουλμάνων, που διέμεναν στην πόλη, τότε οι μουσουλμάνοι στην υποδιοίκηση Ξάνθης του νομού Ροδόπης έφταναν τις 25.000[5].
Πιθανότατα ο αριθμός αυτός ίσως είναι και μεγαλύτερος καθώς αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη το 1925 έφτανε τους 108000 ανθρώπους[6] και ότι στο νομό Έβρου ο αριθμός τους ακόμη και το 1940 δεν ξεπερνούσε τις 12100 [7], εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να βρίσκονται 70000 μουσουλμάνοι περίπου μόνο στην περιφέρεια της Κομοτηνής. Σίγουρα οι μουσουλμάνοι της περιφέρειας της Κομοτηνής ήταν πάντοτε περισσότεροι από αυτούς της περιφέρειας Ξάνθης, ωστόσο η εξαγόμενη από τα προαναφερθέντα στοιχεία διαφορά των 45000 ανθρώπων μάλλον δεν είναι ρεαλιστική. Μία εκτίμηση ίσως πιο κοντά στην πραγματικότητα της εποχής είναι ότι στο σύνολο του πληθυσμού της υποδιοίκησης Ξάνθης (90000 περίπου κάτοικοι) οι μουσουλμάνοι έφταναν τουλάχιστον τις 30000.
Γενικότερα σε ό,τι αφορά στην κατανομή των θρησκευτικών πληθυσμών στο χώρο η πόλη της Ξάνθης είχε μικτό πληθυσμό, ενώ στην περιφέρειά της υπήρχαν οικισμοί αμιγείς και μικτοί. Στην ορεινή περιοχή κατοικούσαν κυρίως Πομάκοι[8], εκτός από την παρανέστια – κατά μήκος του ποταμού Νέστου – που κατοικούσαν Χριστιανοί, ενώ στην πεδινή συγκεντρώνονταν αμιγείς Μουσουλμανικοί και αμιγείς Χριστιανικοί, καθώς και μικτοί[9].
Στην Ξάνθη οι μουσουλμάνοι ως Έλληνες πολίτες απολάμβαναν κάθε δικαίωμα που είχαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι. Ήταν ελεύθεροι να ιδρύσουν σχολεία, να εκδώσουν εφημερίδες, ν’ ασκήσουν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα κ.ο.κ. Σύμφωνα με την Γενική Διεύθυνση Θράκης η[10]

…Τουρκική μειονότης εν Ξάνθη έχει σημειώση εξαιρετικήν πρόοδον και μετά συμ­παθείας αποδέχεται τας μεταρρυθμίσεις της νέας Τουρκίας. Έχει Μουσουλμανικήν κοινότητα, Μουφτείαν, Ημιγυμνάσιον Αρρένων, Αστικήν Σχολήν θηλέων, Σχολήν Δημοτικής Εκπαιδεύσεως με νέαν λατινικήν γραφήν, και 4 νηπιαγωγεία. Η πόλις έ­χει αρκετά τεμένη. Η Τουρκική μειονότης διατηρεί το άριστα οργανωμένον και θαυμασίως λειτουργούν Μορφωτικόν, Αθλητικόν και Μουσικόν Σωματείον της Τουρκικής Νεολαίας η «Εστία». Έχει αναγνωστήριον, διαλέξεις, διδασκαλίαν Ελληνικής γλώσ­σης δια νυκτερινών μαθημάτων, Αθλητικόν τμήμα, θεατρικόν τμήμα και Μουσικόν τμήμα. Εκδίδει δε η μειονότης αύτη και δύο εφημερίδας.

Κατά τα πρώτα έτη οι σχέσεις προσφύγων-μουσουλμάνων δεν ήταν ιδιαίτερα αρμονικές, καθώς οι μεν μουσουλμάνοι έβλεπαν τους πρόσφυγες ως ανταγωνιστές στην παραγωγή, οι δε πρόσφυγες ως εχθρούς τους Τούρκους, που εξαιτίας τους εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους. Με το πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, οι αλληλεπιδράσεις ήταν αναπόφευκτες[11]:

Από τους πρόσφυγας εδιδάχθησαν (ενν. οι γηγενείς Οθωμανοί) ότι η μέθη δεν είναι από τα αμαρτήματα, τα οποία δύνανται να τους αποκλείσουν την κληρονομίαν του παραδείσου του «Αλλάχ». Ούτω δε σήμερον πολλοί Οθωμανοί ως νεοφώτιστοι φροντίζουν να υπερβάλλουν τους διδασκάλους των.

Στο σύνολό τους οι σχέσεις και οι επαφές χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού δε φαίνεται ότι βρίσκονταν σ’ ένταση. Αυτή προκαλείται συνήθως, όταν οι διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας περνούν μια φάση έντασης. Ωστόσο, κατά την περίοδο μετά το 1922, που η πληροφόρηση των πολιτών γίνονταν μόνο μέσω των εφημερίδων και όταν οι περισσότεροι αδυνατούσαν να διαβάσουν, δεν ήταν δυνατό να επηρεάζονταν οι προσωπικές σχέσεις ή οι σχέσεις μεταξύ των δύο πληθυσμών από τις διακρατικές. Άλλωστε και ο γηγενής πληθυσμός της Ξάνθης είχε και στο παρελθόν συμβιώσει με μουσουλμάνους αλλά και οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη, είχαν άμεσες και συχνές επαφές με μουσουλμάνους στους τόπους προέλευσής τους πριν τη μικρασιατική ήττα.
[1] Υπουργείο Εξωτερικών, Σύμβασις περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών (υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου), Αθήνα, 1923, σ. 1.
[2] Γεωργαντζής, ό.π., σσ. 436-452.
[3] Βλ Πάλλης Α.Α., Η ανταλλαγή των πληθυσμών (από άποψη νομική και ιστορική και η σημασία της για τη διεθνή θέση της Ελλάδος, εκδ. Βαρτσου, Αθήνα, 1933, σ. 24 και Νικολακόπουλος Ηλ., Πολιτικές δυνάμεις και εκλογική συμπεριφορά της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη: 1923-1955, Αθήνα, Δελτίο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, τμ. 8, 1990-1991, σ. 171.
[4] Βλ Αλτσιτζόγλου, ό.π., σ. 47.
[5] Γεωργαντζής, ό.π., σσ. 441-442.
[6] Βλ. παραπάνω υποσ. 3.
[7] Παπαευγενίου Αθ., Βόρειος Ελλάς. Μειονότητες από στατιστικής εν σχέσει με τον πληθυσμόν και την εκπαίδευσιν, Θεσσαλονίκη, [χ.ο.], 1946, σ. 22.
[8] Σχετικά με το θέμα των Πομάκων βλ. α)Μαγκριώτη Γ., Πομάκοι ή Ροδοπαίοι, Αθήνα 1990, β)Φωτέα Π., Οι Πομάκοι της Δ. Θράκης, Κομοτηνή, 1978, γ)Χαραλαμπίδη Α., Οι Πομάκοι της Ροδόπης, Ανάτυπο, Θρακική Επετηρίδα, Τομος ΣΤ΄, Κομοτηνή, 1985-1986 και δ)Χυδίρογλου Π., Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, Αθήνα, 1989.
[9] Γιαννακοπούλου-Ρουκούνη Μ. – Ρουκούνης Γ. – Λουκάκης Π., Οι «ανοιχτές πόλεις» του νομού Ξάνθης, Ξάνθη, Θρακικά Χρονικά, τχ. 39, 1984, σ. 188.
[10] Γενική Διεύθυνσις Θράκης, Επίσημος Έκθεσις – Απολογισμός 1931, Κομοτηνή, Θρακική Στοά, Λεύκωμα Μακεδονίας – Θράκης, (εδκ.) Δρακόπουλος, 1932, σ. 268.
[11] Αλτσιτζόγλου, ό.π., σσ. 49 και 65.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

ΞΑΝΘΗ, ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

ΞΑΝΘΗ (1922 –1930)

Πληθυσμός

Οι προσπάθειες για ανάπτυξη της περιοχής ανακόπηκαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν κύματα προσφύγων κατέκλυσαν την επαρχία. Οι πίνακες και τα στατιστικά στοιχεία, που ακολουθούν, έχουν ως σκοπό να καταδείξουν το μέγεθος του προσφυγικού ζητήματος συγκεκριμένα για την επαρχία της Ξάνθης και την ομώνυμη πόλη.
Έτσι σύμφωνα με την απογραφή του 1928 η επαρχία Ξάνθης είχε πληθυσμό περίπου 90000 χωρίς ωστόσο να θεωρείται απαραίτητος ο χωρισμός της από τη νομαρχία Ροδόπης δυσκολεύοντας σε διοικητικό και γραφειοκρατικό επίπεδο την αποκατάσταση των προσφύγων. Επίσης η πόλη της Ξάνθης με την προσθήκη των προσφύγων μετατράπηκε ήδη από το 1923 από κοινότητα σε δήμο[1]:

Πίνακας 1 Δείγματα πληθυσμού (ανδρών και γυναικών) και γενικό σύνολο της Υποδιοίκησης Ξάνθης

Κάτοικοι
Δήμοι, κοινότητες (δειγματολειπτικά)
Άρρενες
Θήλεις
Σύνολον
Ξάνθη
17254
16458
33712
Χρύσα
1081
1119
2200
Άβδηρα
510
470
980
Γενησαία
940
855
1795
Εχίνος
1004
886
1890
Σταυρούπολη
859
777
1636
Τοξόται
485
395
880
Γενικό Σύνολο επαρχίας Ξάνθης (άθροισμα κατοίκων ολόκληρης της επαρχίας)
46371
43603
89974

Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα της απογραφής του 1928 η Ξάνθη είχε μετατραπεί από μία ήσσονος σημασίας πόλη – όπως ήταν κατά τη δεκαετία του 1910 [2] – σε μία πόλη με πληθυσμό που άγγιζε τις 35.000 κατοίκους, όσους δηλαδή είχε περίπου κα κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα. Ως εκ τούτου, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι υποδομές της πόλης, αλλά και γενικότερα της επαρχίας δεν επαρκούσαν για να στεγάσουν και να συντηρήσουν τους πρόσφυγες που κατέφθασαν στην περιοχή.
Στον παραπάνω αριθμό οι πρόσφυγες υπολογίζονται στους 17553, εκ των οποίων 8367 ήταν άντρες και 9386 γυναίκες. Ο αριθμός των ανδρών είναι μικρότερος καθώς είτε είχαν συλληφθεί και οδηγηθεί στα τάγματα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας είτε υπηρετούσαν στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες – όπως συνέβαινε σύμφωνα με την ίδια επίσημη στατιστική και σε άλλες περιοχές, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες – να συντηρούν από μόνες τους τις οικογένειές τους[3]:

Πίνακας 2 Πρόσφυγες κατά φύλο στην Ξάνθη και στις μεγάλες κοινότητες
Δήμοι, κοινότητες (δειγματοληπτικά)
Πρόσφυγες κατά φύλο

Άρρενες
Θήλεις
Σύνολο
Ξάνθη
3672
4670
8342
Άβδηρα
112
108
220
Γενησαία
329
333
662
Χρύσα
176
194
370

Σύμφωνα με άλλη επίσημη στατιστική της Γενικής Διοίκησης Θράκης που δημοσιεύτηκε επίσης το 1923 οι πρόσφυγες, που καταμετρήθηκαν στην επαρχία Ξάνθης ήταν περίπου 14339 [4]:

Πίνακας 3 Γηγενής πληθυσμός και πρόσφυγες στην Ξάνθης
Πόλις ή χωρίον (δειγματοληπτικά)
Γηγενής Πληθυσμός
Πρόσφυγες
Σύνολο
Ξάνθη
16584
8832
25416
Άβδηρα
574
235
809
Γεννισέα
772
664
1436

Στον ανακεφαλαιωτικό όμως πίνακα της ίδιας στατιστικής ο αριθμός των προσφύγων, που εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη, ήταν 18613, και σύμφωνα με τον Πέτρο Γεωργαντζή ο αριθμός ξεπερνά τις 27000, λόγω της απουσίας από την καταμέτρηση των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή κατά μήκος του ποταμού Νέστου[5].
Συγκεντρωτικά και σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα ο αριθμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Επαρχία της Ξάνθης ποικίλει από 11.278 – σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο[6] – έως 27.148 – σύμφωνα με τον Γεωργαντζή. Επίσης, αν ληφθεί υπόψη ότι ο αριθμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Θράκη σύμφωνα με τον Eddy[7] και τον Πάλλη έφτανε τις 107.000, τότε σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή των προσφύγων του 1923 οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην επαρχία της Ξάνθης, της Κομοτηνής και του Έβρου είναι αντίστοιχα 17.753, 32.436 και 56.811. Ο νομός Έβρου λογικά ως ο μεγαλύτερος σε έκταση νομός δέχτηκε και τους περισσότερους πρόσφυγες, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τόπο εγκατάστασης αποτέλεσε και πέρασμα για χιλιάδες πρόσφυγες. Όσον αφορά δε στο νομό Ροδόπης, που συμπεριελάμβανε τις επαρχίες Κομοτηνής και Ξάνθης, παρ’ όλο που επίσης η επαρχία της Κομοτηνής είναι μεγαλύτερη σε έκταση από την επαρχία της Ξάνθης ο σχεδόν διπλάσιος αριθμός προσφύγων δε δικαιολογείται. Η εξαίρεση της παρανέστιας – κατά μήκος των όχθων του Νέστου – περιοχής, όπως αναφέρει και ο Πέτρος Γεωργαντζής, ίσως να αποτελεί το σημαντικό στοιχείο-κλειδί για την ανεύρεση του αριθμού των προσφύγων στην Επαρχία της Ξάνθης, καθώς η Ξάνθη δέχτηκε πρόσφυγες που αποβιβάστηκαν και στο λιμάνι της Καβάλας, για τους οποίους τελικός τόπος εγκατάστασης είχε οριστεί ο νομός Καβάλας, μετά όμως από περιπλανήσεις εγκαταστάθηκαν στα σύνορα των σημερινών νομών Ξάνθης και Καβάλας από την πλευρά της Ξάνθης. Διαπιστώσεις και όχι στοιχεία για τον παραπάνω ισχυρισμό υπάρχουν στο φάκελο Θράκη (αρ. 50) του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, όπου και διαπιστώνεται ο κοινός τόπος προέλευσης των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στις δύο όχθες του Νέστου και ο κοινός τόπος αποβίβασης, που ήταν το λιμάνι της Καβάλας. Τέλος, χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τις μεταναστευτικές κινήσεις των κατοίκων της Επαρχίας της Ξάνθης, θεωρείται – με βάση τους αριθμούς που θέλουν τους πρόσφυγες λιγότερους από 15.000 – σχεδόν αδύνατο λίγο πριν την κατοχή της επαρχίας της Ξάνθης από τους Βουλγάρους (1941) το 47,6% των κατοίκων του Γιακά (κάμπου) της Ξάνθης να καταγράφηκε ως προσφυγικός. Από αυτόν το 28,9% δήλωσε ως τόπο προέλευσης την Ανατολική Θράκη, το 10,5% τη Μ. Ασία – κυρίως από τις περιοχές Προύσας και Αϊδινίου – και το 4,1% τον Πόντο[8].
Ανάλογα στοιχεία για την προέλευση ακολουθούν και στον παρακάτω πίνακα[9]:

Πίνακας 4 Προέλευση προσφύγων, αριθμός οικογενειών και ατόμων
Προέλευση
Οικογένειες
Άτομα
Θράκη
1529
6241
Μ. Ασία
723
2938
Πόντος
393
1683
Καύκασος
32
137
Βουλγαρία
58
268
Διάφορη
3
11
Σύνολο
2733
11278

Γενικά ο τόπος καταγωγής και προέλευσης των περισσότερων προσφύγων ήταν η Ανατολική Θράκη, απ’ όπου ως επί το πλείστον οδοιπορώντας έφτασαν στην Ξάνθη. Οι υπόλοιποι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, αφού είχαν αρχικά μεταφερθεί με πλοία στην Καβάλα, στην Αλεξανδρούπολη είτε ακόμα και στη Θεσσαλονίκη.
Οι πρόσφυγες όμως από τη Βουλγαρία, αν και ο αριθμός των ατόμων που εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη δεν ήταν μεγάλος, βρίσκονταν σε ακόμη πιο δυσχερή θέση από τους υπόλοιπους, διότι οι περιουσίες των ανταλλάξιμων πληθυσμών είχαν ήδη δοθεί στους πρόσφυγες από την Ανατ. Θράκη και τη Μ. Ασία[10]:

Την στιγμήν κατά την οποίαν η Ελληνική κοινωνία επίστευεν ότι η αποκατάστασις των προσφύγων είχεν εισέλθει εις τον κανονικόν της δρόμον…νέος αριθμός προσφύγων, τελείως απροσδοκήτως παρουσιάσθη εντός του Ελληνικού εδάφους γυμνός και αυτός και νηστικός, ευρισκόμενος εις τραγικωτέραν μοίραν των παλαιότερων αδερφών του.
Πρόκειται περί των εκ Βουλγαρίας Ελλήνων.
…Γίνεται καταφανές πόση μεγάλη είνε η υποχρέωσις και ηθική και νομική και ουσιαστική της Κυβερνήσεως η οποία οφείλει να εξεύρη τα μέσα όπως περιθάλψη τους δυστυχείς αυτούς οι οποίοι ούτε τα κτήματα των ανταλλαξίμων Βουλγάρων ημπορούν να καταλάβουν, διότι ταύτα προ πολλού κατελήφθησαν από τους παλαιοτέρους αδελφούς των της Μ. Ασίας και Θράκης. Οφείλω να ομολογήσω ότι η Κυβέρνησις έχει όλην την καλήν διάθεσιν και προσπαθεί ν’ ανακουφίση. Και η Ελληνική Κοινωνία αν και εκουράσθη εντείνει τας δυνάμεις της, αλλά το κακό είνε μεγάλο και η δυστυχία φοβερή.
Δεκέμβριος 1925.

Ειδικότερα στο θέμα του αριθμού όλων των προσφύγων για την πόλη της Ξάνθης και σύμφωνα με τον διευθυντή της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, Charles Eddy, οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν από την Ε.Α.Π. δεν ξεπερνούσαν τους 5000 ανθρώπους[11], ωστόσο ο αριθμός τους ήταν μάλλον μεγαλύτερος καθώς σύμφωνα και με τον κατά καιρούς υπουργό Απόστολο Δοξιάδη[12] μόνο οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Ξάνθης από την ΕΑΠ και κατάγονταν μόνο από την Ανατολική Θράκη ήταν περισσότερες από 1500[13]. Δηλαδή αν ληφθεί υπόψη ότι μια οικογένεια αποτελούνταν τουλάχιστον από 5 άτομα, ο αριθμός αυτός έφτανε τους 7500 πρόσφυγες. Συνολικά η πόλη της Ξάνθης είδε τον πληθυσμό της ν’ αυξάνεται περισσότερο από 50% στα χρόνια 1922-1923, ενώ σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του 1928 ο πληθυσμός της σε σχέση με το 1922 είχε υπερδιπλασιαστεί (33712 κάτοικοι).
Εκτός από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη αλλά και στην επαρχία Ξάνθης, στην περιοχή εισέρευσε πληθυσμός και από την υπόλοιπη Ελλάδα, πιθανότατα, για επαγγελματικούς λόγους. Ο πληθυσμός της πόλης της Ξάνθης το 1929, ήταν 35.000 κάτοικοι, ενώ το 1922 ήταν μόλις 16000 κάτοικοι. Εν τέλει ρεαλιστικότερη φαίνεται να είναι η πρόταση του Πέτρου Γεωργαντζή που αριθμεί τους πρόσφυγες της Επαρχίας της Ξάνθης στις 27.148, ενώ δε θα ήταν εξίσου παράξενο αν ο αριθμός τους ήταν ακόμη μεγαλύτερος και να άγγιζε τις 30.000. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίες οι αναφορές στις συνεδριάσεις της Εφοροδημογεροντίας για την τεράστια αύξηση του πληθυσμού, που είχε ως συνέπεια την κατάληψη όλων των σχολικών κτιρίων για τις ανάγκες στέγασης του προσφυγικού πληθυσμού[14]:

Συνεδρίαση Εφορείας, 10 Φεβρουαρίου 1923. Ύστερα από έγγραφο του Δημάρχου Ξάνθης, ο οποίος επειγόντως ζητεί διάφορες πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία των Εκπαιδευτηρίων, αποφασίζεται να δηλωθεί ότι ότι η Εφορεία των Σχολών κανένα κατάλληλο οίκημα δεν έχει ούτε είναι σε θέση να υποδείξει μετά την συσ­σώρευση τόσου πληθυσμού στην Ξάνθη, για χρησιμοποίηση ή επισκευή ή για τις εκπαιδευτικές ανάγκες.

[1] Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (Γενική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος), Πληθυσμός της Ελλάδος (κατά την απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928), Αθήναι, Εθνικό Τυπογραφείο, 1935, σσ. 306 – 310.
[2] Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής (1913-1919) ο πληθυσμός πιθανότατα δεν ξεπερνούσε τους 10.000 κατοίκους, ενώ το 1922 – πριν από την εισροή των προσφύγων σύμφωνα με τη δημοσίευση του Ιωαννίδη Στ., Το Στίγμα μια εποχής, Ξάνθη, Θρακικά Χρονικά, τχ. 34, 1978, σ. 37 ο πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τους 16.000 κατοίκους.
[3] Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως (τμήμα στατιστικής), Απογραφή (ενεργηθείσα κατ’ Απρίλιον 1923) Προσφύγων, Αθήναι, Εθνικό Τυπογραφείο, 1923, σσ. 43 – 44.
[4] Γεωργαντζής Π.Α., Προξενικά αρχεία Θράκης, τ. Α΄, Ξάνθη, Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών Δήμου Ξάνθης, 1998, σ. 441
[5] Γεωργαντζής, ό.π., σ. 452.
[6] Παπαδόπουλος Ν., Η εγκατάστασις των προσφύγων, Θρακική Στοά, Λεύκωμα Μακεδονίας – Θράκης, Κομοτινή, 1931, σ. 166.
[7] Eddy Ch. B., Greece and the Greek refugees, London, George Allen & Unwin Ltd, 1931, σ. 107, ο οποίος μεταξύ άλλων σημείωνε ότι οι πρόσφυγες οι εγκατεστημένοι από την Ε.Α.Π. στην πόλη της Ξάνθης ήταν 4.820.
[8] Αλτσιτζόγλου Φ., Οι γιακάδες και ο κάμπος της Ξάνθης, Αθήνα, [χ.ο.], 1941, σσ. 47-48.
[9] Παπαδόπουλος Ν., Η εγκατάστασις των προσφύγων, Κομοτινή, Θρακική Στοά, 1931, σ. 166.
[10] Δοξιάδης Α., Οι εκ Βουλγαρίας πρόσφυγες, Αθήναι, Ετήσιον προσφυγικόν ημερολόγιον, (εκδ.) Λαμπρόπουλος, τμ. 1, 1926, σσ. 64-65.
[11] Eddy, ό.π., σ. 107.
[12] Ο Απόστολος Δοξιάδης (1874-1942) καταγόταν από τη Στενήμαχο, ήταν στο επάγγελμα γιατρός – παιδίατρος και στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Διετέλεσε υπουργός Περιθάλψεως (1922) στις κυβερνήσεις των Χαραλάμπη, Κροκιδά και Γονατά και υπουργός Περιθάλψεως, Προνοίας και Αντιλήψεως (1922-24) στις κυβερνήσεις των Γονατά, Βενιζέλου και Καφαντάρη. Τέλος διετέλεσε υφυπουργός Υγιεινής (1928-29) στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
[13] Δοξιάδης Απ., Απελευθέρωσις-υποδούλωσις Θράκης. Μετανάστευσις και εγκατάστασις θρακική (1920-1927), Ξάνθη, Θρακικά, τχ. 1, 1928, σ. 68.
[14] Ιωαννίδης Στ., Η Ελληνική Δημογεροντία και τα Εκπαιδευτήρια Ξάνθης κατά τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου βίου της πόλης (1920-1926), Θρακικά Χρονικά, τχ. 42, 1987-1988, σ. 109 και του ιδίου Τα σχολεία και το προσφυγικό, μέριμνα της Δημογεροντίας μετά την απελευθέρωση, Θρακικά Χρονικά, τχ. 46, Ξάνθη, 1992, σ. 64. Όπως αναφέρει ο Ιωαννίδης «η ευθύνη λειτουργίας των σχολείων και γενικά της εκπαίδευσης, ανατέθηκε στις Εφορείες των Σχολείων, που εξακολούθησαν να λειτουργούν και μετά την εγκαθίδρυση της Διασυμμαχικής Κατοχής, όπως και η Δημογεροντία. Πολύ συχνά, τα δύο αυτά «Σωματεία», όπως χαρακτηρίζονταν και πριν και μετά, συνεδρίαζαν ως ενιαίο, με τον τίτλο Εφοροδημογεροντία». Ο θεσμός – απομεινάρι της Οθωμανικής περιόδου – διατηρήθηκε μέχρι το φθινόπωρο του 1926.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

ΞΑΝΘΗ 1912-1922

ΞΑΝΘΗ

Η δεκαετία της προσφυγιάς (1912 – 1922)

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την τελική παραχώρηση της Δ. Θράκης στους Βούλγαρους οι περισσότεροι κάτοικοι μετέβησαν δυτικά, στις πρόσφατα απελευθερωμένες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας. Πέρα από τις στατιστικές μελέτες – κυρίως του Αλέξανδρου Πάλλη[1] – της εποχής για την περιοχή της Θράκης ανάλογη μαρτυρία κατέγραφε και ο Στίλπων Κυριακίδης[2]:

Τούρκος ανταποκριτής της Illustration, Γιουσούφ Μπέης…γράφει στις 4/10/1913 περί της Ξάνθης: «Αν και η προσωρινή κυβέρνηση επανέφερε την ασφάλειαν εν Ξάνθη, …οι Έλληνες έμποροι, οίτινες έχουσι μεταναστεύσει αθρόοι ήδη από της αναχωρήσεως των ελληνικών στρατευμάτων δεν τολμώσιν ακόμη να επιστρέψουν. Εύρον 95% τα καταστήματα κλειστά…

Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι το 1919 (3-4 Οκτωβρίου 1919), όταν τα συμμαχικά στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής δύναμης, κατέλαβαν την περιοχή της Ξάνθης και λίγο αργότερα (Μάιος 1920) και την υπόλοιπη Δ. Θράκη.
Ως προς τον τρόπο της καταλήψεως αποφασίσθηκε η μεν υποδιοίκηση της Ξάνθης να καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό, ενώ το υπόλοιπο τμήμα από τα άλλα συμμαχικά στρατεύματα, ολόκληρη δε η περιοχή να αποτελέσει ενιαίο διοικητικό σύνολο. Η εκτέλεση των αποφάσεων αυτών ανατέθηκε στον αρχηγό των συμμαχικών δυνάμεων της περιοχής Γάλλο στρατηγό, Φρανσαί ντΕσπεραί. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1919 η βουλγαρική κυβέρνηση ειδοποιήθηκε μέσω του Αρχηγού των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής της Βουλγαρίας να εκκενώσει την Δυτ. Θράκη από τον στρατό, τους διοικητικούς υπαλλήλους και την χωροφυλακή. Η Βουλγαρία δεν αντέδρασε και μέσα σε τέσσερις μέρες απομακρύνθηκε διαδοχικά από δυτικά προς τα ανατολικά από ολόκληρη την περιοχή, η οποία καταλήφθηκε ταυτόχρονα από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Η εκκένωση της μεν περιφέρειας Ξάνθης άρχισε στις 2 Οκτωβρίου 1919 και περατώθηκε την επομένη οπότε και καταλήφθηκε χωρίς τη χρήση βίας έναντι των αλλόθρησκων ή αλλοεθνών πληθυσμών, όπως αξίωνε από το Παρίσι ο πρωθυ­πουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Η ένατη Ελληνική Μεραρχία με διοικητή τον υπο­στράτηγο Ι. Λεοναρδόπουλο ξεκίνησε από το Παρανέστι (νομός Δράμας) όπου βρισκόταν και οδοιπορώ­ντας μέσω της σημερινής Εθνικής Οδού Σταυρουπόλεως – Ξάνθης μπήκε στην Ξάνθη από τα βόρεια στις 4 Οκτωβρίου του 1919, ενώ η υπόλοιπη νότια δυτική Θράκη από το Πόρτο-Λάγο μέχρι το Καραγάτς καταλήφθηκε λίγες μέρες αργότερα από τρία γαλλικά συντάγ­ματα, ένα ιταλικό λόχο και μία βρετανική διμοιρία. Η διασυμμαχική διοίκηση στην κατει­λημμένη Θράκη ανατέθηκε στον αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολής Φρανσαί ντΕσπεραί[3].
Ο Χαρίσιος Βαμβακάς ως Έλληνας αντιπρόσωπος στη Διασυμμαχική Επιτροπή, που είχε υπό τον έλεγχό της ολόκληρη τη Θράκη, συνέβαλε στην παλιννόστηση χιλιάδων οικογενειών. Έτσι αμέσως μετά την κατάληψή της Θράκης (Ανατολικής και Δυτικής) επέστρεψαν στις εστίες τους 31100 χριστιανικές οικογένειες, συνολικά περίπου 130000 άτομα[4].
Στην πόλη της Ξάνθης μία από τις πρώτες ενέργειες των τοπικών αρχόντων – ο πατριαρχικός επίτροπος, Πανάρετος, οι αντιπρόεδροι της Δημογεροντίας και της εφορίας και άλλα μέλη της «ελίτ», όπως ο καπνοβιομήχανος Α. Σιγάλας – ήταν να εκφράσουν τα βενιζελικά τους αισθήματα εγ­κρίνοντας ένα ψήφισμα ευγνωμοσύνης προς τον Ε. Βενιζέλο[5]:

Η πόλις Ξάνθης τω Μεγάλω Ελευθερωτή της Ελευθερίω Βενιζέλω Ευγνωμονούσα
Διατρανούσι ειλικρινώς τον θαυμασμόν του λαού Ξάνθης και περιχώρων προς τον υπέρον Κυβερνήτην του Έθνους…

Μόνο οι Ξανθιώτες σε σχέση με τους υπόλοιπους Θρακιώτες – η Ξάνθη είχε καταληφθεί περίπου 7 μήνες πριν την επίσημη παραχώρηση όλης της Θράκης στην ελληνική διοίκηση – διέθεταν το χρόνο, για ν’ αναγνωρίσουν τα προβλήματα της πόλης. Τα προβλήματα που είχε ν’ αντιμετωπίσει η νεοσύστατη ελληνική διοίκηση ήταν πολλά, όπως ελλιπής υγειονομική περίθαλψη, εγκατάλειψη αγροτικών εκτάσεων, ανεπάρκεια οδικού δικτύου κλπ. Οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούσαν σημαντικό ζήτημα την ενίσχυση της περιοχής με πρόσφυγες και άλλους ελληνικής καταγωγής κατοίκους, καθώς και τη συνδρομή της ελληνικής κυβέρνησης στην ανάπτυξη της πόλης μέσω των δανείων, των επιχορηγήσεων και της προστασίας των επαγγελματιών από το εισερχόμενο στην περιοχή ξένο κεφάλαιο. Επίσης ιδιαίτερη σημασία για τους κατοίκους φαίνεται ότι είχε ο τομέας της εκπαίδευσης, καθώς η απουσία τεχνικής σχολής και γυμνασίου ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και την πρόοδο όλης της περιοχής της Ξάνθης[6].
Ταυτόχρονα όμως, οι πληροφορίες για την παραχώρηση της Ανατολικής τουλάχιστον Θράκης στους Τούρκους επηρέασαν άμεσα και φόβισαν τους κατοίκους της Ξάνθης, οι οποίοι διοργάνωσαν συλλαλητήριο κατά της παραχώρησης θρακικών εδαφών στην Τουρκία ή και στη Βουλγαρία. Ωστόσο άγνωστες παραμένουν οι αιτίες που οδήγησαν – σύμφωνα με τη μαρτυρία – τους Τούρκους να συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο συλλαλητήριο. Πιθανώς, αν ληφθούν υπόψη δημοψηφίσματα κι από άλλες περιοχές της Θράκης[7], όπου διέμεναν κυρίως μουσουλμάνοι, το συμπέρασμα είναι ότι επρόκειτο για μια γενική στάση όλων των Τούρκων Δυτικής και Ανατολικής Θράκης [8]:

Το συγκροτηθέν συλλαλητήριο υπήρξε πάνδημον και μεγαλειώδες. Μετέσχεν όλος ο πληθυσμός, μηδέ των Τούρκων εξαιρουμένων. Μετά τους λόγους των ρητόρων, εγένετο δε­κτό έντονον ψήφισμα. Το ψήφισμα απεστάλη τηλεγραφικώς εις τας Συμμάχους Κυβερνήσεις και εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.

Παρ’ όλες τις παραπάνω φήμες για παραχώρηση της Θράκης, η Ξάνθη μετατρεπόταν σε μία σύγχρονη επαρχιακή πόλη, όπου νέοι θεσμοί, φορείς και οργανώσεις – που απορρέουν από τον αστικό τρόπο ζωής – άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά. Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκαν στην πόλη διάφοροι σύλλογοι και αδελφότητες, όπως η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυρίων και Δεσποινίδων Ξάνθης» και η «Λέ­σχη των Δημοσίων Υπαλλήλων Ξάνθης». Οι δραστηριότητες της αδελφότητας ήταν, κυρίως, φιλανθρωπικού περιεχομένου, ενώ η λέσχη είχε μόλις δημιουργηθεί το Μάρτιο του 1922[9].

Ούτω από την ημέραν της λειτουργίας της (ενν. της Φιλοπτώχου Αδελφότητος) διέθεσε δια μεν τας απόρους οικογενείας της πόλεως Ξάνθης πλείονας των 8000 δρχ., δια την φανέλλαν των στρατιωτών μας του Τάγματος προκαλύψεως (τομέως Σαχίνι) 2000 δρχ., με τας οποίας ηγοράσθησαν μάλλινα είδη, κάλτσας, γάντια κλπ., απέστειλεν εις την Α.Μ. την Βασίλισσαν Σοφίαν 1000 δρχ. υπέρ του Ταμείου τραυματιών πολέμου, και ετέρας 1000 δρχ. εις τον Πατριωτικόν Σύνδεσμον δια την φανέλλαν του στρατιώτου.

Και για την ίδρυση της Λέσχης Δημοσίων Υπαλλήλων η εφημερίδα σημειώνει τα εξής[10]:

Την Κυριακήν, 27ην παρελθόντος μηνός Φεβρουαρίου, η νεοσύστατος Λέσχη των Δημοσίων Υπαλλήλων Επαρχίας Ξάνθης, ετέλει ενταύθα τα επίσημα εγκαίνια της ιδρύσεώς της εν τη ιστορική και πολυτελεστάτη αιθούση της Εμπορικής Λέσχης ευγενώς και προφρόνως παραχωρηθείσα υπό του Προέδρου αυτής κ. Χρ. Χρηστίδου, όπως στεγάση προσωρινώς το νεοϊδρυμένον σωματείον.

Ακόμη, η ηρεμία και η ασφάλεια που απέρρεε από την ελληνική διοίκηση, επέτρεπε στους κατοίκους ν’ ασχοληθούν με ζητήματα ψυχαγωγίας και αθλητισμού. Πρωτοπόρος στον τομέα αυτό υπήρξε ο μουσικός και γυμναστικός σύλλογος «Ορφεύς», ο οποίος διοργάνωνε συχνά αθλητικούς αγώνες με ομάδες γειτονικών πόλεων, τους οποίους παρακολουθούσε και η τοπική ελίτ. Συγκεκριμένα στις 5 Ιουνίου 1922 η τοπική κυρίαρχη τάξη – ο δήμαρχος, αξιωματικοί του στρατού, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου κ.ά. – παρακολούθησε ποδοσφαιρικό αγώνα, αναδεικνύοντας τον αγώνα σ’ ένα μείζον πολιτισμικό γεγονός[11]:

Την Κυριακήν είχαμε ποδοσφαιρικούς αγώνας, με ανταγωνίστριας τας ομάδας του «Ορφέως» και «Κανάρη»…Κατά τα διαλείμματα επαιάνιζεν η μουσική της Φρουράς. Τους ποδοσφαιρικούς αγώνας ετίμησαν δια της παρουσίας των ο Στρατηγός μας, Διοικητής της 6ης Μεραρχίας, κ. Δημητρακόπουλος, ο Φρούραρχος και Διοικητής του 21ου Πεζικού Συντάγματος, κ. Αρ. Παπαδάκος, ο Δήμαρχος, κ. Χρ. Μπρωκούμης μετά του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, κ. Μιχ. Μπασιούδη…

Συχνά όμως η βουλγαρική εξουσία προκαλούσε αναταραχές στη συνοριακή περιοχή βορείως της Ξάνθης πριν την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης. Η πιθανότητα να επιδικαστεί στη Βουλγαρία η Δυτική Θράκη πριν την τελική οριοθέτηση και η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία ενίσχυαν την αυτοπεποίθηση της βουλγαρικής πλευράς, επιτρέποντας σε τμήματα του βουλγαρικού στρατού να δημιουργήσουν το συγκεκριμένο επεισόδιο – χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα να είχαν συμβεί και περισσότερα – στις παραμεθόριες περιοχές. Αν και δεν έχει ανευρεθεί στις πηγές κάποιο παρόμοιο περιστατικό οι χαρακτηρισμοί «συμμοριακαί δυνάμεις», «συμμορίται»» και «Τουρκοβούλγαροι» επιτρέπουν την υπόθεση ότι άτακτα τμήματα του βουλγαρικού, κυρίως, αλλά και του τουρκικού στρατού εκμεταλλευόμενα τη ρευστή κατάσταση, που είχε δημιουργήσει η ήττα του ελληνικού στρατού σε συνδυασμό με το αναμενόμενο συνέδριο, δοκίμασαν τις δυνάμεις τους απέναντι στον ελληνικό στρατό με τελικό σκοπό την προσάρτιση της Θράκης είτε από τη Βουλγαρία είτε την Τουρκία[12]:

…Ούτω χθες ισχυραί συμμοριακαί δυνάμεις εξεδήλωσαν έντονον δράσιν εις του τομέα βορείως της Ξάνθης…
…Η μάχη διήρκεσεν επί πολλάς ώρας. Αποτελέσματα της μάχης κατά τας μεταμεσονυκτίους αυθεντικάς πληροφορίας μας, υπήρξεν η τελεία συντριβή του εχθρού.
Ο εχθρός αφήκεν επί του πεδίου της μάχης 30 νεκρούς, εις χείρας δε του στρατού μας 60 περίπου αιχμαλώτων. Αι απώλειαι του στρατού μας ανέρχονται εις τραυματίας τινάς.
Οι διασωθέντες Τουρκοβούλγαροι συμμορίται ετράπησαν εις άτακτον φυγήν. Τα ληφθέντα μέτρα υπό του στρατηγείου μας είναι τοιαύτα ώστε πάσα τυχόν μελλοντική απόπειρα του εχθρού να έχη την οικτράν τύχην, ην έσχε και η χθεσινή απόπειρα εις την περιοχήν βορείως της Ξάνθης.
[1] Βλ. Πάλλης, Αλέξανδρος, Γενικαί Στατιστικαί των προσφύγων Μακεδονίας μέχρι τέλους Ιουνίου 1915, Θεσσαλονίκη, [χ.ο.], 1915 και του ιδίου Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήνα, [χ.ο.], 1925.
[2] Κυριακίδης Στ.Π., Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Αθήναι, Σύλλογος προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων, 1919, σσ. 71-72.
[3] Ρωσσίδης Α., Το χρονικό της απελευθέρωσης της Δυτικής Θράκης, Κομοτηνή, Θρακική Επετηρίδα, τχ. 1, 1980, σ. 7.
[4] Κωνσταντινίδης Γ., Έκκλησις των κατοίκων Θράκης προς πάντας τους πεπολιτισμένους λαούς της Γης, Αθήνα, ανάτυπο από το Β΄ τόμο της έκδοσης της Εταιρείας Θρακικών Μελετών, 1979, σ. 283.
[5] Θρακικά Χρονικά, Ψήφισμα Σωματείων Ξάνθης προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ξάνθη, τχ. 31, 1974, σ. 24.
[6] Θρακικά Χρονικά, Υπόμνημα Σωματείων Ξάνθης, τχ. 31, Ξάνθη, 1974, σσ. 24-25.
[7] Βλ. Κωνσταντινίδης, ό.π., σ. 285.
[8] Μακεδονία, 26/1/1922.
[9] Μακεδονία, 30/1/1922 και 8/3/1922.
[10] Μακεδονία, 8/3/22.
[11] Μακεδονία, 17/5/1922.
[12] Μακεδονία, 9/11/1922.