Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΞΑΝΘΗ 1920-1930

Μουσουλμανικός πληθυσμός

Στην περιοχή της Ξάνθης διέμενε και μουσουλμανικός πληθυσμός, ο οποίος εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 [1]:

Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν, α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κων/πόλεως, β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Θέλουσι θεωρηθή ως Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δ. Θράκης πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανα­τολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913, δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.

Όσον αφορά στον αριθμό των μουσουλμάνων δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η πρώτη επίσημη καταγραφή των μουσουλμάνων της Επαρχίας Ξάνθης έγινε το 1923 από τη Γενική Διοίκηση Ξάνθης, σύμφωνα με την οποία ο μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν περίπου 20.000 άτομα. Συνολικά δε για τη Θράκη υπολόγιζε ότι ο αριθμός τους έφτανε τους 70.000 και πιο συγκεκριμένα στο νομό Έβρου διέμεναν περίπου 17.500 και επομένως οι υπόλοιποι 35.000 περίπου χιλιάδες στην επαρχία Κομοτηνής[2].
Σύμφωνα όμως με τον Αλέξανδρο Πάλλη το 1925 ο μουσουλμανικός πληθυσμός ολόκληρης της Θράκης ανερχόταν στις 108.000 άτομα, με τον οποίο συμφωνούν και τα νούμερα της απογραφής του 1928. Το 1928, λοιπόν, ο συνολικός πληθυσμός των μουσουλμάνων ήταν 106.000 και πιο συγκεκριμένα οι 86.506 ήταν Τουρκόφωνοι και οι υπόλοιποι ήταν Πομάκοι, που ο αριθμός τους έφτανε τους 16.755 [3]:

Πίνακας 5 Πληθυσμός Ελλήνων και αλλογενών στη Θράκη (1915 και 1925)

1915
%
1925
%
Έλληνες
17.000
12
173.000
61
Αλλογενείς
123.000
88
108.000
39
ΣΥΝΟΛΟ
140.000
100
281.000
100

Τέλος, σύμφωνα και με τα στοιχεία που δίνει και ο Φώτης Αλτσιτζόγλου ο μουσουλμανικός πληθυσμός στην Επαρχία της Ξάνθης ήταν το 33.3% επί του συνολικού πληθυσμού. Δηλαδή αν ο πληθυσμός ήταν περίπου 90.000, οι μουσουλμάνοι ήταν περίπου 30.000 άτομα. Η διαφορά των αριθμών των αρχείων του 1923 της Γενικής Διοίκησης Θράκης και της Γενικής Απογραφής του 1928 οφείλεται πιθανόν στην επιστροφή χιλιάδων μουσουλμάνων από την Τουρκία μετά την απόφαση της εξαίρεσής τους από την ανταλλαγή[4]:

Ο εντόπιος οθωμανικός πληθυσμός, όστις αποτελεί τα 33.3% του όλου πληθυσμού αποτελείται από τουρκοφώνους μόνον. Είναι καθαρός τουρκικός πληθυσμός εγκατασταθείς εις την περιφέρειαν κατά τους μετά την τουρκικήν κατάληψιν της Θράκης χρόνους. Κατά τας πληροφορίας του επιθεωρητού εκπαιδεύσεως Θράκης κ. Κοτρώνη, οι Τούρκοι της Ξάνθης και μάλιστα οι εξαίρετοι καπνοπαραγωγοί του Γιακά διακρίνονται μεταξύ του Τουρκικού στοιχείου της Δυτικής Θράκης ως έχοντες βιωτικόν και μορφωτικόν επίπεδον ανώτερον όλων.
Οι νέγκροι (μουσουλμάνοι), οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 0,5% επί του ολικού πληθυσμού, είναι απόγονοι παλαιών δούλων, κατά πάσαν πιθανότητα, τους οποίους οι Τούρκοι τσιφλικούχοι μπέηδες έφεραν εις τα κτήματά των.
Τέλος οι Αθίγγανοι αντιπροσωπεύοντες τα 0.7% περίπου του πληθυσμού διακρίνονται εις Ρωμηοαθιγγάνους και Τουρκοαθιγγάνους και αποζούν εργαζόμενοι είτε ως αρτεργάται είτε ως εργάται εν τη χωρική επεξεργασία των καπνών.

Σύμφωνα με τους πίνακες που έχει δημοσιεύσει ο Πέτρος Γεωργαντζής ο αριθμός των μουσουλμάνων το 1923 στην επαρχία της Ξάνθης, χωρίς να προσμετράται ο αριθμός των μουσουλμάνων που διέμεναν στην πόλη της Ξάνθης, ήταν 18.378. Αν προστεθεί και ο κατά προσέγγιση αριθμός των 5.000 έως 8.000 μουσουλμάνων, που διέμεναν στην πόλη, τότε οι μουσουλμάνοι στην υποδιοίκηση Ξάνθης του νομού Ροδόπης έφταναν τις 25.000[5].
Πιθανότατα ο αριθμός αυτός ίσως είναι και μεγαλύτερος καθώς αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη το 1925 έφτανε τους 108000 ανθρώπους[6] και ότι στο νομό Έβρου ο αριθμός τους ακόμη και το 1940 δεν ξεπερνούσε τις 12100 [7], εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να βρίσκονται 70000 μουσουλμάνοι περίπου μόνο στην περιφέρεια της Κομοτηνής. Σίγουρα οι μουσουλμάνοι της περιφέρειας της Κομοτηνής ήταν πάντοτε περισσότεροι από αυτούς της περιφέρειας Ξάνθης, ωστόσο η εξαγόμενη από τα προαναφερθέντα στοιχεία διαφορά των 45000 ανθρώπων μάλλον δεν είναι ρεαλιστική. Μία εκτίμηση ίσως πιο κοντά στην πραγματικότητα της εποχής είναι ότι στο σύνολο του πληθυσμού της υποδιοίκησης Ξάνθης (90000 περίπου κάτοικοι) οι μουσουλμάνοι έφταναν τουλάχιστον τις 30000.
Γενικότερα σε ό,τι αφορά στην κατανομή των θρησκευτικών πληθυσμών στο χώρο η πόλη της Ξάνθης είχε μικτό πληθυσμό, ενώ στην περιφέρειά της υπήρχαν οικισμοί αμιγείς και μικτοί. Στην ορεινή περιοχή κατοικούσαν κυρίως Πομάκοι[8], εκτός από την παρανέστια – κατά μήκος του ποταμού Νέστου – που κατοικούσαν Χριστιανοί, ενώ στην πεδινή συγκεντρώνονταν αμιγείς Μουσουλμανικοί και αμιγείς Χριστιανικοί, καθώς και μικτοί[9].
Στην Ξάνθη οι μουσουλμάνοι ως Έλληνες πολίτες απολάμβαναν κάθε δικαίωμα που είχαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι. Ήταν ελεύθεροι να ιδρύσουν σχολεία, να εκδώσουν εφημερίδες, ν’ ασκήσουν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα κ.ο.κ. Σύμφωνα με την Γενική Διεύθυνση Θράκης η[10]

…Τουρκική μειονότης εν Ξάνθη έχει σημειώση εξαιρετικήν πρόοδον και μετά συμ­παθείας αποδέχεται τας μεταρρυθμίσεις της νέας Τουρκίας. Έχει Μουσουλμανικήν κοινότητα, Μουφτείαν, Ημιγυμνάσιον Αρρένων, Αστικήν Σχολήν θηλέων, Σχολήν Δημοτικής Εκπαιδεύσεως με νέαν λατινικήν γραφήν, και 4 νηπιαγωγεία. Η πόλις έ­χει αρκετά τεμένη. Η Τουρκική μειονότης διατηρεί το άριστα οργανωμένον και θαυμασίως λειτουργούν Μορφωτικόν, Αθλητικόν και Μουσικόν Σωματείον της Τουρκικής Νεολαίας η «Εστία». Έχει αναγνωστήριον, διαλέξεις, διδασκαλίαν Ελληνικής γλώσ­σης δια νυκτερινών μαθημάτων, Αθλητικόν τμήμα, θεατρικόν τμήμα και Μουσικόν τμήμα. Εκδίδει δε η μειονότης αύτη και δύο εφημερίδας.

Κατά τα πρώτα έτη οι σχέσεις προσφύγων-μουσουλμάνων δεν ήταν ιδιαίτερα αρμονικές, καθώς οι μεν μουσουλμάνοι έβλεπαν τους πρόσφυγες ως ανταγωνιστές στην παραγωγή, οι δε πρόσφυγες ως εχθρούς τους Τούρκους, που εξαιτίας τους εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους. Με το πέρασμα των χρόνων, ωστόσο, οι αλληλεπιδράσεις ήταν αναπόφευκτες[11]:

Από τους πρόσφυγας εδιδάχθησαν (ενν. οι γηγενείς Οθωμανοί) ότι η μέθη δεν είναι από τα αμαρτήματα, τα οποία δύνανται να τους αποκλείσουν την κληρονομίαν του παραδείσου του «Αλλάχ». Ούτω δε σήμερον πολλοί Οθωμανοί ως νεοφώτιστοι φροντίζουν να υπερβάλλουν τους διδασκάλους των.

Στο σύνολό τους οι σχέσεις και οι επαφές χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού δε φαίνεται ότι βρίσκονταν σ’ ένταση. Αυτή προκαλείται συνήθως, όταν οι διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας περνούν μια φάση έντασης. Ωστόσο, κατά την περίοδο μετά το 1922, που η πληροφόρηση των πολιτών γίνονταν μόνο μέσω των εφημερίδων και όταν οι περισσότεροι αδυνατούσαν να διαβάσουν, δεν ήταν δυνατό να επηρεάζονταν οι προσωπικές σχέσεις ή οι σχέσεις μεταξύ των δύο πληθυσμών από τις διακρατικές. Άλλωστε και ο γηγενής πληθυσμός της Ξάνθης είχε και στο παρελθόν συμβιώσει με μουσουλμάνους αλλά και οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη, είχαν άμεσες και συχνές επαφές με μουσουλμάνους στους τόπους προέλευσής τους πριν τη μικρασιατική ήττα.
[1] Υπουργείο Εξωτερικών, Σύμβασις περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών (υπογραφείσα εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου), Αθήνα, 1923, σ. 1.
[2] Γεωργαντζής, ό.π., σσ. 436-452.
[3] Βλ Πάλλης Α.Α., Η ανταλλαγή των πληθυσμών (από άποψη νομική και ιστορική και η σημασία της για τη διεθνή θέση της Ελλάδος, εκδ. Βαρτσου, Αθήνα, 1933, σ. 24 και Νικολακόπουλος Ηλ., Πολιτικές δυνάμεις και εκλογική συμπεριφορά της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη: 1923-1955, Αθήνα, Δελτίο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, τμ. 8, 1990-1991, σ. 171.
[4] Βλ Αλτσιτζόγλου, ό.π., σ. 47.
[5] Γεωργαντζής, ό.π., σσ. 441-442.
[6] Βλ. παραπάνω υποσ. 3.
[7] Παπαευγενίου Αθ., Βόρειος Ελλάς. Μειονότητες από στατιστικής εν σχέσει με τον πληθυσμόν και την εκπαίδευσιν, Θεσσαλονίκη, [χ.ο.], 1946, σ. 22.
[8] Σχετικά με το θέμα των Πομάκων βλ. α)Μαγκριώτη Γ., Πομάκοι ή Ροδοπαίοι, Αθήνα 1990, β)Φωτέα Π., Οι Πομάκοι της Δ. Θράκης, Κομοτηνή, 1978, γ)Χαραλαμπίδη Α., Οι Πομάκοι της Ροδόπης, Ανάτυπο, Θρακική Επετηρίδα, Τομος ΣΤ΄, Κομοτηνή, 1985-1986 και δ)Χυδίρογλου Π., Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, Αθήνα, 1989.
[9] Γιαννακοπούλου-Ρουκούνη Μ. – Ρουκούνης Γ. – Λουκάκης Π., Οι «ανοιχτές πόλεις» του νομού Ξάνθης, Ξάνθη, Θρακικά Χρονικά, τχ. 39, 1984, σ. 188.
[10] Γενική Διεύθυνσις Θράκης, Επίσημος Έκθεσις – Απολογισμός 1931, Κομοτηνή, Θρακική Στοά, Λεύκωμα Μακεδονίας – Θράκης, (εδκ.) Δρακόπουλος, 1932, σ. 268.
[11] Αλτσιτζόγλου, ό.π., σσ. 49 και 65.

Δεν υπάρχουν σχόλια: